- απόχτηση
- ηβλ. απόκτηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σύμπαν — Είναι το σύνολο των ουράνιων σωμάτων και του διαστήματος μέσα στο οποίο είναι εγκατασπαρμένα. Τα ακραία όριά τους, περισσότερο από άμεσες παρατηρήσεις απευθείας ή με όργανα, έχουν καθοριστεί με επιστημονικές υποθέσεις, που επιδίωξαν να μεταφέρουν … Dictionary of Greek
Σκουαρτσιόνε, Φραντσέσκο — (Squarcione). Ιταλός ζωγράφος (1397 1468). Τη φήμη του την οφείλει κυρίως στο πλήθος των μαθητών του. Σε μιαν εποχή είχε 137, μερικούς από τους οποίους υιοθέτησε. Ο σπουδαιότερος μαθητής του ήταν ο Μαντένια, που ήρθε σε ρήξη με το δάσκαλο του και … Dictionary of Greek
απόκτηση — απόκτηση, η και απόχτηση, η το να αποκτά κανείς, πρόσκτηση: Η απόκτηση αγαθών ήταν η μόνη του επιδίωξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιτρίνιασμα — κιτρίνιασμα, το και κιτρίνισμα, το, ατος απόχτηση κίτρινου χρώματος, κιτρινάδα: Το κιτρίνιασμα των ρούχων από φρούτα δε βγαίνει εύκολα στην πλύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλάδωμα — το, ατος απόχτηση κλάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάθηση — η 1. απόχτηση γνώσεων, μόρφωση, παιδεία: Είχε αγάπη για τη μάθηση. 2. πείρα: Κατάφερε να δακτυλογραφεί γρήγορα με τη μάθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τόρνος — ο μηχάνημα για την κατεργασία ξύλων, μετάλλων κτλ., που περιστρέφονται μπροστά σε γλύφανο του χειριστή για απόχτηση κανονικού σχήματος, σφαιρικού, ελλειψοειδούς κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)